- χαλίκρητος
- χαλίκρητοςunmixedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χαλίκρητος — ον, Α (ποιητ. τ.) (για οίνο) άκρατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλις «άκρατος οίνος» + κρητος / κρᾶτος (< θ. κρᾱ τού κεράννυμι «αναμιγνύω»), πρβλ. εὔ κρατος] … Dictionary of Greek
χαλίκρητον — χαλίκρητος unmixed masc/fem acc sg χαλίκρητος unmixed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλικρήτῳ — χαλίκρητος unmixed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλίκρητοι — χαλίκρητος unmixed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλίκραιος — αία, ον, Α χαλίκρητος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαλικρᾶ τού χαλίκρητος «αναμεμιγμένος με κρασί» + κατάλ. ιος] … Dictionary of Greek